καταγραφω

καταγραφω
    καταγράφω
    κατα-γράφω
    (ρᾰ)
    1) расцарапывать, разрывать когтями
    

(τι Her. - v. l. καταγνάφω)

    2) начертывать, вырезать, записывать
    

(νόμους εἰς ἄξονας Plut.; μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον Plat.; τὰ ὅρκια Polyb.)

    3) покрывать письменами, исписывать
    

(τὰς σανίδας Eur.)

    4) записывать, вносить в списки, переписывать
    

(τινὰς χορηγούς Arst.; ὁμήρους Polyb.)

    κ. στρατιώτας Polyb. — производить набор солдат;
    κ. ἄνδρας, οὓς ἔδει θνήσκειν Plut. — составлять проскрипционные списки;
    Σαπφὼ ἐν Μούσαις δεκάτη καταγράφεται Anth. — Сапфо записана десятой в число Муз

    5) предписывать, назначать
    

(κοινοβούλιον Polyb.)

    6) документальным распоряжением передавать
    

(ἀγρούς τινι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καταγραφω" в других словарях:

  • καταγράφω — καταγράφω, κατέγραψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταγράφω — κατάγραφος drawn in profile masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάγραφος drawn in profile masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καταγράφω scratch pres subj act 1st sg καταγράφω scratch pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • καταγράφω — κατέγραψα, καταγράφηκα, καταγραμμένος, αναγράφω, καταχωρίζω, σημειώνω, το περνώ στα βιβλία μου: Οι ιδέες του είναι καταγραμμένες στο βιβλίο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγεγραμμένα — καταγράφω scratch perf part mp neut nom/voc/acc pl καταγεγραμμένᾱ , καταγράφω scratch perf part mp fem nom/voc/acc dual καταγεγραμμένᾱ , καταγράφω scratch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράφετε — καταγράφω scratch pres imperat act 2nd pl καταγράφω scratch pres ind act 2nd pl καταγράφω scratch imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράφῃ — καταγράφω scratch pres subj mp 2nd sg καταγράφω scratch pres ind mp 2nd sg καταγράφω scratch pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράψει — καταγράφω scratch aor subj act 3rd sg (epic) καταγράφω scratch fut ind mid 2nd sg καταγράφω scratch fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράψουσι — καταγράφω scratch aor subj act 3rd pl (epic) καταγράφω scratch fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταγράφω scratch fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράψω — καταγράφω scratch aor subj act 1st sg καταγράφω scratch aor ind mid 2nd sg (epic ionic) καταγράφω scratch fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγεγραμμέναι — καταγράφω scratch perf part mp fem nom/voc pl καταγεγραμμένᾱͅ , καταγράφω scratch perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»